Δευτέρα 11 Ιουλίου 2016

Δ Ι Α Β Α Σ Τ Ε

DE S. EUPHEMIAVIRG. ET MART 
CHALKEDONE IN BITHYNIA




ACTA 
(ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΕ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ)







Ανάμνηση Θαύματος Αγίας Ευφημίας




η μνήμη της εορτάζεται στις 16 Σεπτεμβρίου. η ανάμνηση του θαύματος στις 11 Ιουλίου
Ο ΒΙΟΣ ΤΗΣ
Η γενναίοψυχη Μεγαλομάρτυς του Χριστού Ευφημία έζησε και μαρτύρησε επί του αυτοκράτορα Διοκλητιανού, πού βασίλεψε από το 284 μέχρι 305 μ.Χ.
Η Ευφημία καταγόταν από την Χαλκηδόνα. Ο πατέρας της ονομαζόταν Φιλόφρων. Ήταν πολύ πλούσιος και κατείχε το αξίωμα του Συγκλητικού. Η μητέρα της, η Θεοδοσιανή,
ήταν γυναίκα με πίστη χριστιανική.

Θαυμαστή ομολογία των Χριστιανών
Στα μέρη της Ανατολής, πού ζούσε η μακαρία Ευφημία, ηγεμόνας ήταν ο Πρίσκος.
Όταν έφτασε η γιορτή του ειδωλολατρικού θεού Άρη, στείλανε οι άρχοντες, παντού, σ’ όλη την επαρχία της Χαλκηδόνος αυστηρά γράμματα και διατάγματα και κήρυκες
με εντολές. Καλούσαν όλους μικρούς και μεγάλους, θέλοντας και μη να πάνε στη γιορτή του Άρεως.
Η Ευφημία ήταν αρχηγός σε μια ομάδα και συντροφιά Χριστιανών. Όταν έγινε η γιορτή συλλάβανε πολλά πλήθη των Χριστιανών. Μεταξύ αυτών συνέλαβε και την Ευφημία,
με τους συντρόφους της.

Ο ηγεμόνας αφού πρώτα τους μίλησε με υποκριτική πραότητα και αφού οι χριστιανοί επέμεναν να ομολογούν την πίστη τους έδωσε διαταγή να τους δέρνουν αλύπητα
επί είκοσι μέρες. Μετά την εικοστή ημέρα οι μάρτυρες έλαμπαν μαζί έλαμπε και η Ευφημία. Ο ηγεμόνας αφού είδε ότι δεν αλλάζουν έδωσε διαταγή να τους δείρουν.
Ο ξυλοδαρμός ήταν τόσος πολύς και βάναυσος, πού οι υπηρέτες από τον πολύ κόπο, έπεσαν εξαντλημένοι κάτω στη γη. Ο Θεός όμως δόξασε τους δούλους του.
Παρά τους πόνους, τους δυνάμωνε και έλαμπαν έτσι τα πρόσωπά τους από χαρά.

Η Αγία στο μαρτύριο του τροχού.
Την Αγία την κάλεσε κοντά του και της υποσχόταν πολλά, θαρρούσε ο ανόητος πώς θα την πλανέψει. Όμως η Αγία επέμενε στην πίστη της. Αμέσως τότε ο τύραννος
διατάσσει να την βάλουν στον τροχό. Συντρίβονταν όλα τα κόκκαλα της Αγίας, εξαρθρώνονταν οι αρθρώσεις της. Το σώμα; της κατακόβεται και το αίμα τρέχει. Οι πόνοι
είναι φοβεροί. Ο νους της όμως και η αγάπη της, όλη η ύπαρξη της είναι προσηλωμένη στο Χριστό.
— Χριστέ μου, έλεγε, η πηγή της ζωής, πού σώζεις όσους ελπίζουν σε Σένα, βοήθησε και μένα τώρα. Ας το μάθουν όλοι, ότι Συ είσαι Θεός μόνος και ότι δεν θα πλησιάσει
κανένα κακό, ούτε μάστιγα στο σκήνωμα εκείνων, πού προστρέχουν σε Σένα.

Ο Θεός απάντησε στην προσευχή της, διότι αμέσως ήλθε μια αόρατος δύναμις εξ Ουρανού και σε μια στιγμή την έλυσε από τον τροχό. Αλλά και το σώμα της το γιάτρεψε
τελείως, ώστε δεν φαινόταν το παραμικρό σημάδι από τις πληγές. Οι δήμιοι υστέρα από αυτό φοβήθηκαν, τα έχασαν και σταμάτησαν το θλιβερό έργο τους.
Η Μάρτυς βγήκε τότε από τον τροχό και περιπατούσε υγιέστατη και αβλαβής. Ήταν πολύ πιο ωραίο το πρόσωπο της από πριν. Ένα θειο φως έλουζε το πρόσωπο της.



Στην κάμινο του πυρός
Ο τύραννος τυφλωμένος από τον εγωισμό του, όχι μόνο δεν πίστεψε στην θεϊκή δύναμη, αλλά διέταξε να ρίξουν την Αγία μέσα στην φωτιά της καμίνου.
Αλλά τότε οι προϊστάμενοι των δημίων Σωσθένης και Βίκτωρ ήλθαν στον Πρίσκο και του είπαν:
- Εμείς, όπως βλέπεις και μόνος σου, είμαστε πρόθυμοι να εκτελέσουμε τις διαταγές σου, αλλά εδώ δεν απορούμε. Δεν μπορούμε να αγγίξουμε το σώμα της παρθένου,
διότι βλέπουμε δίπλα της κάτι φοβερούς άνδρες να στέκονται, πού μας φοβερίζουν και είναι έτοιμοι να σκορπίζουν την φωτιά κατ’ επάνω μας, για να την προφυλάξουν
και να την προστατέψουν.

Με αυτά, πού βλέπουμε, πιστεύουμε και ημείς, ότι ο Θεός της Ευφημίας ο Χριστός είναι Θεός αληθινός.
Ο Πρίσκος μόλις τ’ άκουσε αυτά τα έχασε. Αμέσως έπειτα διέταξε να τους φυλακίσουν και τους δυο για παράβαση διαταγής και εκδήλωση αναγνωρίσεως του Χριστού.
Ο Σωσθένης και ο Βίκτωρ την επόμενη μέρα μαρτύρησαν για την πίστη τους στον Χριστό.

Εν τω μεταξύ ο ηγεμόνας διέταξε δύο κακοπροαίρετους να ρίξουν την Αγία μέσα στην φλεγόμενη κάμινο.
Πέταξαν λοιπόν τότε εκείνοι την Αγία μέσα στην φωτιά της καμίνου. Η φλόγα όμως φούντωσε, ξεχύθηκε γύρω από την κάμινο με ορμή και κατέκαψε εκείνους,
πού έριξαν μέσα την Αγία.
Όταν η φλόγα μαράθηκε και οι υπηρέτες σκορπίσθηκαν από την θεϊκή τιμωρία, η Αγία βγήκε από την κάμινο τελείως αβλαβής.

Της ξύνουν τις σάρκες και την ρίχνουν στα θηρία
Την άλλη ημέρα ο τύραννος διέταξε να φέρουν την Αγία από την φυλακή. Η Αγία επέμενε στην Χριστιανική της πίστη και τότε φούντωσε ο τύραννος από το θυμό του
και διέταξε να της ξύσουν τις σάρκες με μυτερές πέτρες και σίδερα αιχμηρά. Οι δήμιοι κουράστηκαν, αλλά η Μάρτυς και πάλι φαίνονταν ακμαία και αβλαβής.
Τότε διέταξε και κατασκεύασαν στη μέση του σταδίου μια δεξαμενή μεγάλη. Την γέμισαν νερό και έβαλαν μέσα σ’ αυτή σαρκοβόρα θηρία της θαλάσσης. Κατόπιν διέταξε
να ρίξουν και την Αγία μέσα.

Έπειτα προσευχήθηκε η μάρτυς Ευφημία. Έκαμε έπειτα τον σταυρό της και με σταθερότητα και θάρρος μπήκε στο νερό. Τα θηρία εκείνα, όρμησαν μεν εναντίον της,
αλλά μόλις πλησίασαν στο μαρτυρικό σώμα της, σταμάτησαν. Έβαλαν την ράχη τους και βαστούσαν επάνω τους την Αγία, λες και φοβόνταν μήπως πάθη κανένα
κακό μέσα στα νερά.
Βλέποντας αυτά τα παράδοξα και εκπληκτικά ο Πρίσκος, απορούσε και θαύμαζε μέσα του. Αγωνιούσε αλλά δεν τον άφηνε ο τυφλός εγωισμός.

Τις λαλήσει τας δυναστείας σου, Κύριε
Έπειτα από αυτά ετοίμασαν ένα λάκκο στρωμένο με μικρά μυτερά σουβλιά και από πάνω τα είχανε σκεπασμένα με λίγο χώμα. Η Αγία πέρασε πάνω από αυτά,
χωρίς να πάθη τίποτε απολύτως. Μερικοί από το περιβάλλον του ηγεμόνα επεχείρησαν και αυτοί να περάσουν. Παραμέρισε όμως το λίγο χώμα. Έπεσαν επάνω
στα κοφτερά όργανα, κατακόπηκαν και αμέσως πέθαναν.

Η Αγία τότε ευχαρίστησε τον Σωτήρα της και έλεγε :
- Τίς λαλήσει τάς δυναστείας σου, ἡ ἀκουστᾶς ποιήσει πάσας τάς αἰνέσεις σου, Κύριε, διότι ἐφύλαξες ἀβλαβῆ τήν δούλη σου ἀπό πληγᾶς καί μάστιγας, ἀπό πῦρ καί θηρία,
ἀπό ὕδωρ καί τροχούς καί λάκκον. Καί τώρα, Δέσποτα, πολυέλεε, ρύσαι τήν ψυχήν μου ἐκ χειρός τοῦ ἐξ ἀρχῆς πολεμίου τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ἁμαρτίας νεότητάς μου
καί ἄγνοιάς μου μή μνησθεῖς, ἀλλά καθάρισον πάντα μολυσμόν σαρκός καί πνεύματος μέ τάς σταγόνας τῶν αἱμάτων μου, οἱ ὅποιες διά Σέ χύθηκαν, διότι Σύ εἶσαι ἡ κάθαρσις,
ὁ ἁγιασμός καί ὁ φωτισμός τῶν δούλων σου.

Το ένδοξο τέλος της Μάρτυρος
Ο Πρίσκος όμως έμενε και πάλιν τυφλός μπροστά στις θαυματουργίες. Δεν άνοιγαν δυστυχώς τα μάτια του να δη την αλήθεια. Και τούτο, διότι ήταν κακοπροαίρετος.
Γι αυτό έφερε και πάλι στο στάδιο την Αγία και την διέταξε ν’ αγωνιστεί με τα θηρία.
Η Αγία όμως στενοχωριόταν γιατί δεν αναχωρούσε το συντομότερο για τον ποθούμενο της Νυμφίο Χριστό, στην αληθινή και παντοτινή ζωή και ευφροσύνη. Γι αυτό
προσευχήθηκε και ζήτησε από τον Κύριο να παραλάβει την ψυχή της.

Έτσι, λοιπόν, καθώς προσευχόταν η καλλιπάρθενος Μάρτυς, οι τύραννοι άφησαν να ορμήσουν κατ’ επάνω της τέσσερα λιοντάρια και τρεις αρκούδες. Τα θηρία πλησίασαν
και φιλούσαν με πολλή ευλάβεια, σαν να ήταν άνθρωποι, τα πόδια της Αγίας. Μία όμως άρκτος δάγκωσε ένα μέρος από το σώμα της Αγίας. Πληγή ή σημάδι δεν έκαμε κανένα
στο σώμα της Αγίας. Αυτό όμως έγινε Αφορμή να υπάγει η Μάρτυς Ευφημία προς τον ποθούμενο Νυμφίο της Χριστό.

Ήταν η 16η του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 303 μ.Χ.
Ο Θεός δόξασε την έξοδο της εκ του κόσμου τούτου, διότι ακούστηκε φωνή από τον Ουρανό πού έλεγε:
«Ἀνελθε πρός τόν στεφανοδότην ἡ τόν καλόν ἀγώνα ἀγωνισαμένη καί τόν δρόμον ἤδη τελέσασα, διά νά λάβης τούς μισθούς καί τάς ἀμοιβάς τῶν κόπων σου...»
Συγχρόνως δε με την φωνή έγινε και μεγάλος σεισμός, πού έσεισε την πόλη. Όλοι οι κάτοικοι φοβήθηκαν και έφευγαν έξω.
Τότε βρήκαν την ευκαιρία οι γονείς της Αγίας, πήραν το μαρτυρικό και πολύτιμο εκείνο σώμα της και το έθαψαν με τα χέρια τους σ’ ένα τόπο κοντά στην Χαλκηδόνα.
Το ενταφίασαν μ’ ευλάβεια και τιμές. Όταν το ενταφίαζαν δεν έκλαιαν, αλλά χαίρονταν, διότι αξιώθηκαν να είναι γονείς τέτοιας νέας. Χαίρονταν ακόμη, διότι προσέφεραν
στο Θεό καρπό ευλογίας πιο ιερό και άγιο από κάθε άλλη προσφορά και δώρο.

Το ιερό Λείψανο της Αγ. Ευφημίας
Μετά την Άλωση το Πατριαρχείο μετεφέρθη στον Ναό των Αγίων Αποστόλων. Εις τον Ναό αυτόν μεταφέρθηκαν και όλα τα ιερά λείψανα και μαζί μ’ αυτά και το ιερό
λείψανο της Αγίας Ευφημίας.
Από εκεί μετεφέρθη και πάλι το λείψανο της Αγίας στο Πατριαρχείο, στον Ναό της Παμμακαρίστου, μαζί με τα άλλα λείψανα. Κατά τον καιρό της μαύρης σκλαβιάς
οι Τούρκοι άρπαζαν εκτός από τα άλλα και τους Ναούς και τους έκαναν τζαμιά. Άρπαξαν και τον Ναό της Παμμακαρίστου. Το δε Πατριαρχείο μετεφέρθη εις τον Ναό
του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου εις το Φανάρι, όπου είναι μέχρι σήμερα. Εκεί μετεφέρθη και το Άγιο λείψανο, της Αγίας Ευφημίας, πού το τιμούν και το σέβονται πολύ,
όχι μόνον Ορθόδοξοι, αλλά και αιρετικοί. Κάμνει δε πολλά θαύματα σε όσους πηγαίνουν εκεί ,με πίστη και ευλάβεια.

Όταν εκ βάθρων ανοικοδόμησαν τα Πατριαρχεία, κτίσθηκε στο δεξιό μέρος του Ναού του Άγιου Γεωργίου και παρεκκλήσιο της Αγίας Ευφημίας, όπου βρίσκεται και το ιερό λείψανο της.

Η μνήμη της τελείται εκεί στις 11 Ιουλίου. Τότε συρρέουν εκεί τα πλήθη των Ορθοδόξων, ανδρών και γυναικών της Κωνσταντινουπόλεως και των περιχώρων, αλλά και πολλοί ετερόδοξοι και όσοι πηγαίνουν με ευλάβεια και ασπάζονται, θεραπεύονται από ασθένειες και άλλα βάσανα.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.

Τῷ θείῳ ἔρωτι, Λαμπρῶς ἀθλήσασα, εἰς oσμὴν ἔδραμες, Χριστοῦ πανεύφημε, οἴα νεᾶνις παγκαλῆς, καὶ Μάρτυς πεποικιλμένη, ὅθεν εἰσελήλυθας, ἐiς παστάδα οὐράνιον, κόσμω διανέμουσα, ἰαμάτων χαρίσματα, καὶ σῴζουσα τοὺς σοὶ ἐκβοώντας, χαίροις θεόφρον Εὐφημία.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Ἐν τῇ ἀθλήσει σου καλῶς ἠγωνίσω, καὶ μετὰ θάνατον ἡμᾶς ἁγιάζεις, ταῖς τῶν θαυμάτων βλύσεσι Πανεύφημε, ὅθεν σου τὴν κοίμησιν, τὴν ἁγίαν τιμῶμεν, πίστει παριστάμενοι, τῷ σεπτῷ σου λειψάνῳ, ἵνα ῥυσθῶμεν νόσων ψυχικῶν, καὶ τῶν θαυμάτων τὴν χάριν ἀντλήσωμεν.




Η ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΤΟΥ ΘΑΎΜΑΤΟΣ  ΤΗΣ ΑΓ. ΕΥΦΗΜΊΑΣ


Eις την Eυφημίαν.
Δίκαζε μάρτυς τοῖς ὅροις, καὶ κειμένη,
Κυροῦσα πίστιν, ἧς ἐνήθλησας πόθῳ.

Eις την Σύνοδον.
Θεού Λόγου σάρκωσιν αψευδεστάτην,
O φάσμα φάσκων Eυτυχής καθηρέθη.

Θέσκελον ἑνδεκάτῃ Ὅρον ἐμπεδοῖ Εὐφημίη.



Tῷ αὐτῷ μηνί IA’, μνήμη τῆς Ἁγίας Mεγαλομάρτυρος καί πανευφήμου Eὐφημίας, ὅτε τόν Tόμον τοῦ τῆς Πίστεως ὅρου τῶν ἑξακοσίων τριάκοντα θεοφόρων Πατέρων τῶν ἐν Xαλκηδόνι συνελθόντων, τουτέστι τῆς ἁγίας καί Oἰκουμενικῆς Δ’ Συνόδου, ἐκράτυνεν.Στιχ. Δίκαζε μάρτυς τοῖς ὅροις καί κειμένη, 
          Kυροῦσα πίστιν ἧς ἐνήθλησας πόθῳ. 
Ἡ Ἁγία αὕτη καί καλλίνικος Mάρτυς Eὐφημία, ἦτον κατά τούς χρόνους Διοκλητιανοῦ καί Πρίσκου ἀνθυπάτου Pώμης ἐν ἔτει σπη’ (288). Ἐκατάγετο δέ ἀπό τήν Xαλκηδόνα, θυγάτηρ οὖσα, πατρός μέν, Φιλόφρονος καλουμένου, μητρός δέ, Θεοδοσιανῆς. Aὕτη λοιπόν διαβληθεῖσα, πώς ὡμολόγει τόν Xριστόν, ἐτιμωρήθη μέ τροχούς καί μέ φωτίαν, ὁμοίως καί μέ μηχανάς καί τρόπους ἄλλων βασάνων. Ὕστερον δέ ἐδόθη εἰς τά θηρία διά νά τήν φάγουν, ἔμεινεν ὅμως ἀπό αὐτά ἀβλαβής. Eἶτα δαγκαθεῖσα ὀλίγον ἀπό μίαν ἀρκούδαν, καί προσευ­χηθεῖσα, παρέδωκε τήν ψυχήν της εἰς χεῖρας Θεοῦ μέσα εἰς τό θέα­τρον. Tό δέ τίμιον αὐτῆς λείψανον ἀπετέθη μέσα εἰς μίαν θήκην.

Mετά δέ παρέλευσιν χρόνων πολλῶν, ὅτε ἐπλατύνθη ἡ εὐσέβεια εἰς τόν κόσμον, τότε ἔγινε τοιοῦτον τεράστιον εἰς τάς ἡμέρας Θεοδοσίου τοῦ μικροῦ ἐν ἔτει υι’ (410). Ἕνας μοναχός καί ἱερεύς, Eὐτυχής ὀνομαζόμενος, ἔγινεν ἀρχηγός αἱρέσεως. Ἔλεγε γάρ ὁ φρενοβλαβής, ὅτι ὁ Kύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Xριστός ἔχει μίαν μόνην φύσιν, τήν τῆς θεότητος δηλαδή, καί μίαν μόνην ἐνέργειαν τήν τῆς θεότητος, ὅστις ἐκα­θηρέθη ἀπό τόν Ἅγιον Φλαβιανόν τόν Πατριάρχην Kωνσταντινουπόλεως. Ὁ δέ δυστυχής Eὐτυχής μεταχειρισθείς ὄργανα καί μέσα τούς τοῦ βασιλέως ἀθέους εὐνούχους, δέν ἔπαυε ταράττων τήν Ἐκκλησίαν, καί ἐνέδρας ποιῶν, ἕως οὗ ὁ βασιλεύς Θεοδόσιος ἐτελεύτησεν.

Ὅτε δέ ὁ Mαρκιανός ἐβασίλευσε μαζί μέ τήν Πουλχερίαν, ἐπρό­σταξε νά γένῃ Oἰκουμενική Σύνοδος ἐν Xαλκηδόνι ἐν ἔτει υνα’ (451). Ὅθεν ἐσυνάχθησαν ἑξακόσιοι τριάκοντα Ἐπίσκοποι. Ἐποίησαν δέ ἀμ­φότερα τά μέρη, τά τῶν Ὀρθοδόξων δηλαδή καί τά τῶν κακοδόξων Mονοφυσιτῶν, δύο τόμους, ἤτοι βιβλία. Kαί ἀνοίξαντες τήν θήκην, ἥτις περιεῖχε τό τίμιον λείψανον τῆς Ἁγίας Eὐφημίας, ἀπέθεσαν τά βιβλία ἐπάνω εἰς τό στῆθος της βουλλωμένα. Ὕστερα δέ ἀπό διωρισμένας ἡμέρας ἀνοίξαντες, εἶδον καί ἐξέστησαν. Ἐθεώρησαν γάρ τόν μέν τόμον τῶν αἱρετικῶν ἐῤῥιμμένον κατά γῆς κάτω εἰς τούς πόδας τῆς Ἁγίας, τόν δέ τόμον τῶν Ὀρθοδόξων, τόν περιέχοντα τόν ὅρον καί τήν ἀπόφασιν τῆς ἁγίας Συνόδου, εἶδον ὅτι ἐκράτει ἡ Mάρτυς εἰς τάς ἀγκάλας της. Tούτου δέ γενομένου, ἐθαύμασαν ἅπαντες διά τό τοι­οῦ­τον τεράστιον. Kαί οἱ μέν Ὀρθόδοξοι ἐστηρίχθησαν εἰς τήν πί­στιν καί ἐδόξασαν τόν Θεόν, τόν ποιοῦντα καθ’ ἑκάστην μεγάλα καί παράδοξα πρός ἐπιστροφήν καί διόρθωσιν τῶν πολλῶν. Oἱ δέ αἱρετικοί Mονοφυσῖται κατησχύνθησαν.
(Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τόμ. Γ´, Ἀθήνα: Δόμος, 2005)




Ιερά Λείψανα: Το Λείψανο της Αγίας βρίσκεται αδιάφθορο στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου Φαναρίου Κωνσταντινουπόλεως.
Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου της Αγίας βρίσκονται στη Μονή Κύκκου Κύπρου και στη Λαύρα Αγίου Αλεξάνδρου Νέβσκι Αγίας Πετρουπόλεως.



Τα άγια λείψανα της αγίας φυλάσσονται στον ιερό πατριαρχικό ναό του Αγ. Γεωργίου, στην Κωνσταντινούπολη.



Σύ δέ μοι, μεγαλομάρτυς Εὐφημία, τό κοινόν ἀνθρώπων καλλώπισμα, τό τοῦ γυναικείου κάλλους ὡράϊσμα, τοῦ τῆς προμήτορος πτερνιστοῦ τό τραυμάτισμα, τοῦ προγονικοῦ ὀλισθήματος ἡ ἀνόρθωσις, ἡ τάς πο­λυωδύνους ἐκείνας κολάσεις καθυπομείνασα, ἡ τῶν βδελυκτῶν ξοάνων λεπτύνασα τά ἰνδάλματα, ἡ μετά θάνατον ζῶσα καί ἔμπνους καί τάς τῶν αἱμάτων ῥοάς ἀεννάως προχέουσα, ἡ τόν ὀρθόδοξον τόμον τῆς πίστεως κρατύνασα, τό δέ ἀσεβές καί θεομάχον ἐκεῖ­νο δόγμα φροῦδον ἀποτελέσασα, ἐλθέ πρός ἡμᾶς οὐρανόθεν, ἐλθέ, ἐπιφάνηθι τοῖς σε πιστῶς καί τιμῶσι καί σέβουσι καί τάς πανηγύρεις ταύτας ἐπετείους σοι συγκροτοῦσι καί συναγείρουσιν (...).
Τάς ἐτησίους ταύτας πανηγύρεις μή λήξωμεν συναθροίζοντες εἰς μνήμην μέν ἀειλαμπῆ καί τῷ παντί αἰῶνι συμπαρεκτεινομένην τῆς σῆς ἱερᾶς καί γενναιοτάτης ἀθλήσεως, εἰς αἴνεσιν δέ καί δόξαν Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἡμῶν, τοῦ σε καί ζῶσαν καί θανοῦσαν τιμήσαντος καί εἰσαεί δοξάσαντός τε καί θαυμαστώσαντος· ὅτι αὐτῷ πρέπει δόξα, τιμή καί προσκύνησις σύν τῷ ἀνάρχῳ καί ὁμοουσίῳ Πατρί καί τῷ συνανάρχῳ καί συμφυεῖ Πνεύματι νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων, ἀμήν.
(Θεοδώρου Βέστη, Ἐγκώμιον εἰς τήν ἁγίαν Εὐφημίαν, ἀπόσπασμα).
* * *
Χαίροις, Εὐφημία πανεύφημε, χριστιανῶν καταφύγιον·
χαίροις, Εὐφημία πανεύφημε, ἱερέων ἱερόν ἐγκαλλώπισμα·
Χαίροις, Εὐφημία πανένδοξε, ἀσθενῶν καταφύγιον·
χαίροις, Εὐφημία πανεύφημε, θλιβομένων προσφύγιον·
Χαίροις, Εὐφημία πανόλβιε, βασιλέων περιτείχισμα·
χαίροις, Εὐφημία πανεύφημε, συνοδικῶν δογμάτων ἀσφάλεια·
Χαίροις, Εὐφημία πανεύφημε, ἡ αἱμάτων μύρα τῷ κόσμῳ προχέουσα·
χαίροις, Εὐφημία σεπτότατε, αἱρετικῶν στομάτων χαλινός ὀχυρώτατος·
Χαίροις, Εὐφημία παγγέραστε καί βαρβάρων ἀντίπαλε·
χαίροις, πάντων ἡμῶν καταφυγή καί προπύργιον καί πρός Θεόν μεσῖτις καί πρεσβεία ἀκοίμητος.
(Κωνσταντίνου ἐπισκόπου Τίου, Λόγος εἰς τήν εὕρεσιν τοῦ τιμίου λειψά­νου τῆς μάρτυρος Εὐφημίας, ἀπόσπασμα).







Η εμφάνιση της αγίας Ευφημίας στο Γ. Παΐσιο
Ἡ ἁγία Εὐφηµία!
Ὁ Γέροντας, διηγήθηκε τό ἑξῆς: «Εἶχα γυρίσει ἀπό τόν κόσµο, ὅπου εἶχα βγῆ γιά ἕνα ἐκκλησιαστικό θέµα. Τήν Τρίτη , κατά ἡ ὥρα 10 τό πρωΐ, ἤµουν µέσαστό Κελλί µου καί ἔκανα τίς Ὧρες. Ἀκούω χτύπηµα στήν πόρτα καί µιά γυναι-κεία φωνή νά λέη: «Δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡµῶν…». Σκέφθηκα: «Πῶςβρέθηκε γυναίκα µέσα στό Ὄρος;». Ἐν τούτοις ἔνιωσα µιά θεία γλυκύτητα µέσαµου καί ρώτησα:– Ποιός εἶναι;

– Ἡ Εὐφηµία, ἀπαντᾶ.»Σκεφτόµουν, «ποιά Εὐφηµία; Μήπως καµµιά γυναίκα ἔκανε καµµιά τρέλλακαί ἦρθε µέ ἀνδρικά στό Ὄρος; Τώρα τί νά κάνω;». Ξαναχτυπᾶ. Ρωτάω: «Ποιόςεἶναι;». «Ἡ Εὐφηµία», ἀπαντᾶ καί πάλι. Σκέφτοµαι καί δέν ἀνοίγω. Στήν τρίτηφορά πού χτύπησε, ἄνοιξε µόνη της ἡ πόρτα, πού εἶχε σύρτη ἀπό µέσα. Ἄκουσαβήµατα στόν διάδροµο. Πετάχτηκα ἀπό τό Κελλί µου καί βλέπω µιά γυναίκαµέ µανδήλα. Τήν συνώδευε κάποιος, πού ἔµοιαζε µέ τόν Εὐαγγελιστή Λουκᾶ,ὁ ὁποῖος ἐξαφανίσθηκε. Παρ᾿ ὅλο πού ἤµουν σίγουρος ὅτι δέν εἶναι τοῦ πειρασµοῦ, γιατί λαµποκοποῦσε, τήν ρώτησα ποιά εἶναι.
˙– Ἡ µάρτυς Εὐφηµία, ἀπαντᾶ.
– Ἄν εἶσαι ἡ µάρτυς Εὐφηµία, ἔλα νά προσκυνήσουµε τήν Ἁγία Τριάδα. Ὅ,τι κάνω ἐγώ νά κάνης καί σύ.
Μπῆκα στήν Ἐκκλησία, κάνω µιά µετάνοια λέγοντας:
«Εἰς τό ὄνοµα τοῦΠατρός». Τό ἐπανέλαβε µέ µετάνοια. «Καί τοῦ Υἱοῦ». «Καί τοῦ Υἱοῦ», εἶπε µέψιλή φωνή.
– Πιό δυνατά, ν᾿ ἀκούω, εἶπα καί ἐπανέλαβε δυνατώτερα.»
Ὕστερα κάθησε ἡ Ἁγία στό σκαµνάκι καί ἐγώ στό µπαουλάκι καί µοῦ ἔλυσε τήν ἀπορία πού εἶχα (στό ἐκκλησιαστικό θέµα).» Μετά µοῦ διηγήθηκε τήν ζωή της. Ἤξερα ὅτι ὑπάρχει µιά ἁγία Εὐφηµία,ἀλλά τόν βίο της δέν τόν ἤξερα. Ὅταν µοῦ διηγεῖτο τά µαρτύριά της, ὄχι ἁπλῶςτά ἄκουγα, ἀλλά σάν νά τά ἔβλεπα˙ τά ζοῦσα. Ἔφριξα! Πά, πά, πά!
– Πῶς ἄντεξες τέτοια µαρτύρια; ρώτησα.
– Ἄν ἤξερα τί δόξα ἔχουν οἱ Ἅγιοι, θά ἔκανα ὅ,τι µποροῦσα νά περάσω πιό µεγάλα µαρτύρια.
Μετά ἀπ᾿ αὐτό τό γεγονός γιά τρεῖς µέρες δέν µποροῦσα νά κάνω τίποτα.Σκιρτοῦσα καί συνεχῶς δόξαζα τόν Θεό. Οὔτε νά φάω, οὔτε τίποτα… συνεχῶςδοξολογία».
Πηγή: Ιερομονάχου Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, σελίδες: 224-228
Εκδοσις Καλύβης Αναστάσεως, Καψάλα, Άγιον Όρος.







Ἀστερίου ἐπισκόπου Ἀμασείας ἔκφρασις εἰς τὴν ἁγίαν Εὐφημίαν τὴν μάρτυρα

 11.1.1 Πρώην μέν, ὦ ἄνδρες, ∆ημοσθένην εἶχον ἐν χερσὶ τὸν δεινὸν καὶ ∆ημοσθένους ἐκεῖνα ἔνθα δὴ τὸν Αἰσχίνην πικροῖς βάλλει τοῖς ἐνθυμήμασιν· ἐγχρονίσας δὲ τῷ λόγῳ καὶ πυκνωθεὶς τὴν διάνοιαν ἀνέσεως ἐδεόμην καὶ περιπάτου, ὥστε μοι λυθῆναι μικρὸν τῆς ψυχῆς τὸ πονού μενον. Προελθὼν δὲ τοῦ δωματίου καὶ ὀλίγα τοῖς γνωρίμοις συμβαδίσας ἐπ' ἀγορᾶς, ἐκεῖθεν εἰς τὸ τοῦ Θεοῦ τέμενος ἀφικόμην εὐξόμενος ἐν σχολῇ· 11.1.2 ὡς δὲ καὶ τούτου τυχὼν ἕνα δὴ τῶν ὑποστέγων δρόμων ἐβάδιζον, εἶδον ἐκεῖ γραφήν τινα καί με κατ' ἄκρας εἷλεν ἡ θέα· Εὐφράνορος ἂν εἶπες εἶναι τὸ φιλοτέχνημα ἤ τινος ἐκείνων τῶν παλαιῶν, οἳ τὴν γραφικὴν ἦραν εἰς μέγα ἐμψύχους ὀλίγου δέοντος ἐργασάμενοι πίνακας. ∆εῦρο δ' εἰ βούλεικαὶ γὰρ σχολὴ νῦν διηγήματος, φράσω σοι τὴν γραφήν· οὐδὲ γὰρ φαυλότερα πάντως τῶν ζωγράφων οἱ μουσῶν παῖδες ἔχομεν φάρμακα. 11.2.1 Γυνή τις ἱερὰ παρθένος ἀκήρατον Θεῷ τὴν σωφροσύνην καθιερώ σασαΕὐφημίαν καλοῦσιν αὐτήν, τυράννου δέ ποτε τοὺς εὐσεβοῦντας ἐλαύνοντος μάλα προθύμως τὸν ἐπὶ θανάτῳ εἵλετο κίνδυνον· οἱ δὲ δὴ πολῖται καὶ κοινωνοὶ τῆς θρησκείας ὑπὲρ ἧς ἐτελεύτησεν, ὡς ἀνδρείαν ὁμοῦ καὶ ἱερὰν τὴν παρθένον θαυμάσαντες, πλησίον τοῦ ἱεροῦ τὴν θήκην δειμάμενοι καταθέμενοί τε τὴν λάρνακα τιμὰς τελοῦσιν αὐτῇ καὶ τὴν ἐτήσιον ἑορτὴν κοινὴν καὶ πάνδημον ποιοῦνται πανήγυριν. 11.2.2 Οἱ μὲν οὖν τῶν τοῦ Θεοῦ μυστηρίων ἱεροφάνται καὶ λόγῳ τιμῶσι τὴν μνήμην ἀεὶ καὶ προαιρέσει καὶ ὅπως ἐξετέλεσε τὸν τῆς καρτερίας ἀγῶνα ἐπιμελῶς τοὺς συνιόντας λαοὺς ἐκδιδάσκουσιν. Ὁ δὲ δὴ ζωγράφος εὐσεβῶν καὶ αὐτὸς διὰ τῆς τέχνης τὰ κατὰ δύναμιν πᾶσαν τὴν ἱστορίαν ἐν σινδόνι χαράξας αὐτοῦ που περὶ τὴν θήκην ἱερὸν ἀνέθηκε θέαμα· ἔχει δὲ ὧδε τὸ φιλοτέχνημα. 11.3.1 Ὑψηλὸς ἐπὶ θρόνου καθίδρυται δικαστὴς πικρὸν καὶ δυσμενὲς βλέπων εἰς τὴν παρθένον· ὀργίζεται γὰρ ὅταν ἐθέλῃ κἀν ταῖς ἀψύχοις ὕλαις ἡ τέχνη. ∆ορυφόροι δὲ τῆς ἀρχῆς καὶ στρατιῶται πολλοί, οἱ μὲν τῶν ὑπομνημάτων ὑπογραφεῖς δέλτους φέροντες καὶ γραφίδας, ὧν θάτερος ἀναρτήσας ἀπὸ τοῦ κηροῦ τὴν χεῖρα βλέπει πρὸς τὴν κρινομένην σφοδρῶς ὅλον ἐκκλίνας τὸ πρόσωπον, ὥσπερ παρακελευόμενος γεγωνότερον λαλεῖν ἵνα μὴ κάμνων περὶ τὴν ἀκοὴν ἐσφαλμένα γράφῃ καὶ ἐπιλήψιμα. 11.3.2 Ἕστηκεν δὲ ἡ παρθένος ἐν φαιῷ χιτῶνι καὶ ἱματίῳ τὴν φιλοσοφίαν σημαίνουσα, ὡς μὲν ἔδοξε τῷ γραφεῖ, καὶ τὴν ὄψιν ἀστεία, ὡς δ' ἐμοὶ δοκεῖ, τὴν ψυχὴν κεκαλλωπισμένη ταῖς ἀρεταῖς. Ἄγουσι δὲ αὐτὴν πρὸς τὸν ἄρχοντα δύο στρατιῶται, ὁ μὲν ἕλκων ἐπὶ τὸ πρόσω, ὁ δὲ κατόπιν ἐπείγων. Κεκραμένον τῆς παρθένου τὸ εἶδος αἰδοῖ καὶ στερρότητι· νεύει μὲν γὰρ εἰς γῆν ὥσπερ ἐρυθριῶσα τὰς ὄψεις τῶν ἀρρένων, ἕστηκε δὲ ἀκατάπληκτος οὐδὲν. Επιτρέπεται η ελεύθερη χρήση του υλικού µε αναφορά στην πηγή προέλευσής του. 60 πάσχουσα πρὸς τὸν ἀγῶνα δειλόν. 11.3.3 Ὡς ἔγωγε τοὺς ἄλλους τέως ἐπῄνουν ζωγράφους, ἐστ' ἂν ἐθεασάμην τῆς γυναικὸς ἐκείνης τῆς Κολχίδος τὸ δρᾶμα, ὅπως μέλλουσα τοῖς τέκνοις ἐπιφέρειν τὸ ξίφος ἐλέῳ καὶ θυμῷ μερίζει τὸ πρόσωπον καὶ θάτερος μὲν τῶν ὀφθαλμῶν τὴν ὀργὴν ἐμφανίζει, θάτερος δὲ τὴν μητέρα μηνύει φειδομένην καὶ φρίττουσαν, νῦν δὲ τὸ θαῦμα ἀπ' ἐκείνης τῆς ἐννοίας πρὸς ταύτην μετατέθεικα τὴν γραφήν· καὶ σφόδρα γε ἄγαμαι τοῦ τεχνίτου, ὅτι μᾶλλον ἔμιξε τῶν χρωμάτων τὸ ἄνθος, αἰδῶ τε ὁμοῦ καὶ ἀνδρείαν κεράσας, πάθη κατὰ φύσιν μαχόμενα. 11.4.1 Προβαινούσης δὲ εἰς τὸ πρόσω τῆς μιμήσεως, δήμιοί τινες ἐν χιτωνίσκοις γυμνοὶ ἤδη ἤρχοντο τοῦ ἔργου· καὶ ὁ μὲν δραξάμενος τῆς κεφαλῆς καὶ ἀνακλίνας εἰς τὸ κατόπιν παρεῖχε τῷ ἑτέρῳ εὐτρεπὲς εἰς τιμωρίαν τῆς παρθένου τὸ πρόσωπον· ὁ δὲ παραστὰς ἐξέκοπτε τῶν ὀδόν των τὸ μαργαρῶδες· σφῦρα δὲ καὶ τέρετρον φαίνεται τῆς τιμωρίας τὰ ὄργανα. ∆ακρύω δὲ τὸ ἐντεῦθεν καί μοι τὸ πάθος ἐπικόπτει τὸν λόγον· τὰς γὰρ τοῦ αἵματος σταγόνας οὕτως ἐναργῶς ἐπέχρωσεν ὁ γραφεὺς ὥστε εἴποις ἂν προχεῖσθαι τῶν χειλέων ἀληθῶς καὶ θρηνήσας ἀπέλθοις. 11.4.2 ∆εσμωτήριον μετὰ ταῦτα· καὶ πάλιν ἡ παρθένος σεμνὴ ἐν τοῖς φαιοῖς ἱματίοις κάθηται μόνη ἐκτείνουσα τὼ χεῖρε πρὸς οὐρανὸν καὶ καλοῦσα Θεὸν ἐπίκουρον τῶν δεινῶν· εὐχομένῃ δὲ αὐτῇ φαίνεται ὑπὲρ κεφαλῆς τὸ σημεῖον ὃ δὴ νόμος χριστιανοῖς προσκυνεῖν τε καὶ ἐπιγράφεσθαι, σύμβολον οἶμαι τοῦ πάθους ὅπερ αὐτὴν ἐξεδέχετο. 11.4.3 Εὐθὺς γοῦν καὶ μετ' ὀλίγον πῦρ ἀλλαχοῦ σφοδρὸν ὁ ζωγράφος ἀνῆψεν, ἐρυθρῷ χρώματι ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἐπιλαμφθέντι σωματοποιήσας τὴν φλόγα. Ἵστησι δὲ μέσην αὐτήν, τὰς μὲν χεῖρας πρὸς οὐρανὸν διαπλώσασαν, ἀχθηδόνα δὲ οὐδεμίαν ἐπιφαίνουσαν τῷ προσώπῳ, ἀλλὰ τοὐναντίον γεγηθυῖαν ὅτι πρὸς τὴν ἀσώματον καὶ μακαρίαν ἐξεδήμει ζωήν. 11.4.4 Μέχρι τούτου καὶ ὁ ζωγράφος ἔστησε τὴν χεῖρα κἀγὼ τὸν λόγον· ὥρα δέ σοι καὶ αὐτήν, εἰ βούλει, τελέσαι τὴν γραφήν, ἵνα κατίδῃς ἀκριβῶς, εἰ μὴ πολὺ κατόπιν τῆς ἐξηγήσεως ἤλθομεν.

Ερευνητικό έργο: ∆ΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ – ΨΗΦΙΑΚΗ ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ. Χρηµατοδότηση: ΚΠ Interreg ΙΙΙΑ (ETΠΑ 75%, Εθν. πόροι 25%). Εργαστήριο ∆ιαχείρισης Πολιτισµικής Κληρονοµιάς, www.aegean.gr/culturaltec/chmlab. Πανεπιστήµιο Αιγαίου, Τµήµα Πολιτισµικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας, © 2006



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου